|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουλγαρικά? — — θερμορρυθμιστής — απίθανος — ημίλιτρον — σταλίκωμα — χιονοβολή — καλαίσθητος — πυρηνοκίνητος — άρπαγμα — μποέμ — εντερολογία — χρεμετίζω — ονοματοπαίγνιον — ράβδωση — αραβούργημα — γελοίος — ιπποτικά — αστραχάς — καταλαβαίνω — αγωγή — κοροϊδία — ομόγνωμος |
|||