βουλγαρικά

формы словаβ
βουλγαρικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βουλγαρικά? —


θερμορρυθμιστήςαπίθανοςημίλιτρονσταλίκωμαχιονοβολήκαλαίσθητοςπυρηνοκίνητοςάρπαγμαμποέμεντερολογίαχρεμετίζωονοματοπαίγνιονράβδωσηαραβούργημαγελοίοςιπποτικάαστραχάςκαταλαβαίνωαγωγήκοροϊδίαομόγνωμος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit