|
подземный; ~ (ηλεκτρικός) σιδηρόδρομος — подземная железная дорога, метрополитен; ~ πλούτος — подземные богатства; ~ες δοκιμές — подземные испытания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подземный? — υπόγειος как с (ново)греческого переводится слово υπόγειος? — подземный — ενδύω — αηδονόλαλος — ερευνητνκότητα — πτωχοπρόδρομος — διαισθητισμός — περιέχομαι — ισχυροποιώ — τέϊο — μουσειακός — ελαστρον — δυσκολοσπόδειχτος — τραβηξιά — διαπεραστικότητα — σπανακόρυζο — ωρολογοθήκη — υπερβάλλων — βρακί — ακατανίκητος — χάμω — κυρτώνω — αστυνομεύω |
|||