|
η родная сестра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родная сестра? — αυταδέλφη как с (ново)греческого переводится слово αυταδέλφη? — родная сестра — εύμουσος — ένωση — αποψυκτικός — πρωταρχίνισμα — κιθαρίστα — συννεφοσκέπαστος — κηλίμι — ευμεταχείριστος — λιθένδυση — ενδοφλεβίτις — σαμποτάζ — ναρκοβόλον — λειβαδότοπος — τρελοπαντιέρα — ανεδαφικός — τραπεζικός — ακροώμαι — τελειομανής — εγγλέζος — εγκόλαψη — νοσηλευτική |
|||