Новогреческий словарь
λώρος
λώρ|ος
ο
ремень, лента
;
===
ομφάλιος ~ — анат. пуповина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ремень
? —
λώρος
как на
(ново)греческом
будет слово
лента
? —
λώρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λώρος
? — ремень, лента
#
(ново)греческий словарь
—
Σεπτέμβρης
—
πρωταρχινώ
—
μπέης
—
χρυσοκάπουλος
—
σποραδικότητα
—
δευτερόγαμος
—
ανοσοποίησις
—
μαγνητοθεραπεία
—
κερδοφόρως
—
αλευρού
—
ασπρολέλεκας
—
παράδαρμα
—
απίσχναση
—
σκαταδίωχτος
—
απάτητος
—
εκπίεσμα
—
υδροσκοπικά
—
φούρκα
—
ακρίς
—
κλάψιμο
—
αμβλύς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,