|
ο ремень, лента; === ομφάλιος ~ — анат. пуповина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ремень? — λώρος как на (ново)греческом будет слово лента? — λώρος как с (ново)греческого переводится слово λώρος? — ремень, лента — μαλαϊκός — σταοροπροσκύνηση — τράτο — ανεμοκινητήρας — ξεστυλώνομαι — μποτζάρω — κυνοπίθηκος — νυσταγμός — ηφαιστειολόγος — οξυγονοκολλητής — μεθοδικώς — περίφρακτος — τέμπερα — κτηνοβάτης — σκύβαλο — καλοστεκούμενος — αυτοσιτία — πλατύτητα — διαπαντός — καπνοτόπι — ξεγδαρμένος |
|||