|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ραπόρτο? — — ωοτόκος — ταχύτης — αφλέβιαστος — παρθενωπός — αραβοσιτάλευρο — άπτρα — επιφλοιώδης — επισπαστήρ — παρεκτός — δίαιτα — εμψύχωση — απάχικος — αδάγκαστος — χάλαρο — εκπορθώ — αλληλοδιδακτικός — κλιμακωτός — ελαιοκομικός — λοιπός — διακριτός — αμυλοποιός |
|||