|
луговой; пастбищный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово луговой? — λειβαδήσιος как на (ново)греческом будет слово пастбищный? — λειβαδήσιος как с (ново)греческого переводится слово λειβαδήσιος? — луговой, пастбищный — αναντίλεκτος — ισοσκελισμένος — μαλάγρα — σκληροδερμία — αρπακτικό — δακτυλοδεικτούμενος — αρχοντογενιά — πτυοσκαπάνη — δούλη — ποιανού — τορός — ξεσκουφώνω — αλευρικό — ψευδοευλάβεια — στραβολαγκάδα — εκατόχρονος — χοροδιδασκαλείο — γυναικίσια — αλληλοδιαψεύδομαι — αψίνθιον — βραβευτής |
|||