|
η драгоценный камень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драгоценный камень? — δακτυλιδόπετρα как с (ново)греческого переводится слово δακτυλιδόπετρα? — драгоценный камень — αρσενικό — αποκλαδίζω — φιλίστωρ — γροθίζω — σκότωμα — αμαίευτος — κατωφέρεια — κέραμος — ανοιχτοκαρδιά — ζαπιές — κατακόπτω — βιοπαλεύω — κούρα — εξυγιαίνομαι — ειδυλλιακός — ζαμενής — κλαμένος — πυκνότης — σοκολατένιος — αλισβερίσι — αντιπολιτειακός |
|||