|
батрачить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово батрачить? — μαμουρεύω как с (ново)греческого переводится слово μαμουρεύω? — батрачить — εξαπτέρυγος — βυθοκόρηση — αποτύφλωση — χαρακτηριστικός — ποντιάς — σταχτύς — σκωληκοειδικός — καμπανίτσα — υπνοβάτις — ψήστρια — σκαπουλαίρνω — ρεαλισμός — καλλιεργημένος — ανατατικός — προφυλάω — ανακήρυξη — κρυσταλλωρυχείο — ζουρλομανδύας — εξακοντισμός — φιξάρω — κοττήσιος |
|||