|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μισθοσυντήρητος? — — θιασώτης — ριγανάτο — βρυχώμαι — νερουλιάρικος — ελίγδην — ανεπισφαλής — οδοντόκονις — ρευστός — τριγενής — στουπωτήρι — προστάτρια — ανεβαίνω — παπυρολογία — πειραγμένος — στρατοκόπος — ανάρια — σωστρα — γλυκοκοιτώ — κοτόρυξις (-εως) — ησυχαστής — αναβαπτιστής |
|||