|
крючковатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крючковатый? — επίγρυπος как с (ново)греческого переводится слово επίγρυπος? — крючковатый — μεταφορικώς — επισήμανσις — σπογγαλιέας — αναθυμίαση — μαγείρευμα — επιπλέω — παραμάγειρος — βουτσάς — μωροπίστευτος — συνώνυμος — ρυπαντικός — σιγαλιά — αιγυπτιολογία — ακλόνηστος — βρόμικα — σφυρηλατήσιμος — ζουζουνίζω — εύπνοια — ανωριμότητα — αμετροφάγος — κόπρισμα |
|||