|
το свинцовые белила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свинцовые белила? — στουπέτσι как с (ново)греческого переводится слово στουπέτσι? — свинцовые белила — αρχετυπικά — καθούμενος — πλουμιστός — δαιμονισμένος — κρασοπότηρο — ελκωμα — φούρια — ολπίδα — μαχαίρωμα — υπερήλικος — μεθύλιο — τεντωτός — ψυχροβαφής — αμυγδαλέο — φρουμαγέλλα — κιθαρίστρια — ξημερώνομαι — ομιλητικώς — μυγοχάφτισσα — παρηγορίζω — προσκυνητάρι |
|||