|
электромагнитный; ~όν πεδίον — электромагнитное поле; ~ά κύματα — электромагнитные волны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электромагнитный? — ηλεκτρομαγνητικός как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρομαγνητικός? — электромагнитный — τηγάνισμα — τευτονικός — αντιπαλαίω — — βιάζομαι — αρθρικός — αυτόβουλος — φτισικός — ζαρίφης — πολυτροφία — οπισθόγραφος — καλόβραστος — αφιδρωτικός — συγκλίνουσα — ενδοφλεβίως — σαλιάρα — ελαιόχρους — φυτόζωον — ενδοκρινή — αρτόδενδρο — σακχαρώνω |
|||