Новогреческий словарь
επικαταλλαγή
επικαταλλαγή
η фин.
ажио, лаж
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ажио
? —
επικαταλλαγή
как на
(ново)греческом
будет слово
лаж
? —
επικαταλλαγή
как с
(ново)греческого
переводится слово
επικαταλλαγή
? — ажио, лаж
#
(ново)греческий словарь
—
κοινωνισμός
—
επιπόλαια
—
εποίκιση
—
ποδοκλωτσώ
—
δημαρχικός
—
γαριδάκι
—
μετατάσσω
—
μαγνητίτης
—
χιλιόστρεμμον
—
στεναχωρημένος
—
δρω
—
πήλινος
—
ειρηνιστής
—
πίγκωμα
—
κοσμόπολη
—
αντασφάλιση
—
καβαλίνα
—
τσορβάς
—
επαρχώ
—
αγαπητική
—
εξασκώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве