|
το детёныш, птенец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово детёныш? — γεννητάρι как на (ново)греческом будет слово птенец? — γεννητάρι как с (ново)греческого переводится слово γεννητάρι? — детёныш, птенец — ανεπίδεκτος — δριμάρης — παγόδα — κυπαρίσσι — αφθαρσία — ηρωϊκός — αορτεύς — κυμαίνομαι — αεροτόπι — εξευρωπαϊσμός — διαγνωστικό — μουσκέτο — εξολοθρεύω — μειοδοσία — ξεφραγμένος — καταβόλευμα — ειδησεολογικός — ξήλωμα — αρέσκω — νοσογραφία — θυρόφυλλο |
|||