|
ο полит. полевение; левизна; "~ παιδική αρρώστεια τού κομμουνισμού" « — [phrase]детская болезнь левизны в коммунизме»[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полевение? — αριστερισμός как на (ново)греческом будет слово левизна? — αριστερισμός как с (ново)греческого переводится слово αριστερισμός? — полевение, левизна — ξαγορεύω — ξεσυνέρισμα — παραδόξως — λούνομαι — ομόθρησκος — αρνοπόκι — αντεκδικητής — τόρνευση — κρένω — αυτοσκοπία — χιονοσκέπαστος — στεγανοποιούμαι — αδιαλλαξία — αχμάκης — ξεκούμπωτος — πιεσίμετρο — αυτοκυβερνησία — άλακκος — δευτερωμένος — λαμπάδα — σηματολογώ |
|||