Новогреческий словарь
αριστερισμός
αριστερισμός
ο полит.
полевение; левизна
;
"~ παιδική αρρώστεια τού κομμουνισμού" « — [phrase]детская болезнь левизны в коммунизме»[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полевение
? —
αριστερισμός
как на
(ново)греческом
будет слово
левизна
? —
αριστερισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αριστερισμός
? — полевение, левизна
#
(ново)греческий словарь
—
λαμπαδάριος
—
φροντιστηριακός
—
ξινολάπατο
—
συμπαθώ
—
δυχατέρα
—
απονέμω
—
τροχάζω
—
συναντιέμαι
—
τρυφερίτσα
—
πλωτάρχης
—
δακτυλοδειχτούμενος
—
μάνι-μάνι
—
επικράτεια
—
ημιψυγής
—
γέρμα
—
κατενώπιον
—
εξομολόγος
—
αποπροσγείωση
—
επαναδραστηριοποιώ
—
απόκουφος
—
γείτων
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве