γεννητουροποιητικός

формы словаβ
γεννητουροποιητικός
анат. мочеполовой



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово мочеполовой? — γεννητουροποιητικός
как с (ново)греческого переводится слово γεννητουροποιητικός? — мочеполовой


ξύλημασεχταριστικόςσοναλλαγματικόςστοιχειοθετικόςκασελλιάζωεικοσάκιςαφομοιώνομαιτσικνίδαπραγματιστικόςγαλακτοπωλείοπεριφερήςθεόμορφοςεορταστικόςκάθαρσηορθοέπειααγγειοδιασταλτικόφωτοειδησεογραφίαχρονομετρικάάταιροςεκχυτήραςπαραλληλεπίπεδο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit