Новогреческий словарь
ωογένεση
ωογένεση
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωογένεση
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νομισματολογικώς
—
πολυετής
—
ημεροκάματο
—
προσβλητικός
—
μετρονόμος
—
ψοφοδεής
—
έκτακτος
—
αρκουδιάρης
—
ζητιάνα
—
κουτσομεσιάζω
—
ψευδαργορογραφία
—
αρζαντέ
—
παθαίνομαι
—
γερονταφήνω
—
αυθάδικος
—
στυπτικός
—
ψιθυριστά
—
απογύρι
—
σημίτι
—
αμοιβή
—
ανείπωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве