|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ωογένεση? — — καμαροφρύδα — φοινικόδασος — χάση — παρατηρητήριο — συναρτώ — ακριβοχέρης — χαλκοκουρούνα — αψηφισιάρης — μητραλγία — βιολέτα — πελιδνός — τυφεκήθρα — μαγαζάτορας — κραταιός — μυρμήγκιασμα — υπερυψωμένος — τονισμός — χεροπάνι — ποντικοφάγωμα — ομάδι — παποράκι |
|||