|
быть на втором месте #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть на втором месте? — δεοτερεύω как с (ново)греческого переводится слово δεοτερεύω? — быть на втором месте — απαράμιλλος — γαντοφορεμένος — εργοδοσία — αρχοντοσυμπεθερεύω — έπαλξη — απόμερο — αξιωμένος — ενδιάθετα — μονάδα — πεπτίνη — παρουσίαση — κολάζομαι — στρίποδο — δοκαρωσιά — εκστρέφω — αποφασιστικός — δικορραφία — μπεκρηλίκι — βάθη — ταχύς — σαπροφάγα |
|||