|
το действие по гл. ψειριάζω (обовшиветь, завшиветь ) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψείριασμα? — — γουτταπέρκα — πυριτιδοποιός — αχυροδετικός — γδύνω — κοπροσκυλώ — βυζαντινολογία — κληρονομητήριο — ντουφέκισμα — αντρογυναίκα — μελανόδερμοι — μνεία — τυγχάνω — αρνί — ξεμαρκάρω — βαποράρα — εξουσιοδοτώ — πιτσίλισμα — αφιερώνω — ντεκωβίλ — πρωτόζωα — αρμαστός |
|||