ψείριασμα

формы словаβ
ψείριασμα
το действие по гл. ψειριάζω (обовшиветь, завшиветь )



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ψείριασμα? —


γουτταπέρκαπυριτιδοποιόςαχυροδετικόςγδύνωκοπροσκυλώβυζαντινολογίακληρονομητήριοντουφέκισμααντρογυναίκαμελανόδερμοιμνείατυγχάνωαρνίξεμαρκάρωβαποράραεξουσιοδοτώπιτσίλισμααφιερώνωντεκωβίλπρωτόζωααρμαστός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit