|
брать взятки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брать взятки? — δωροληπτώ как с (ново)греческого переводится слово δωροληπτώ? — брать взятки — δεματικό — κολπίσκος — σηροτροφικός — ιεροσυλία — αψυχοπονεσιά — ριπαίος — τραύμα — σμυριδωρυχείο — προειδοποιούμαι — οργανικισμός — πλακόστρωτος — αθυροστομία — άρρηκτος — επιφανειακός — μπαλσάμωμα — ελεφαντίδιον — σεληνάκατος — φανέρωμα — νετάρισμα — στραβούλιακας — φωτοδιηθητήρας |
|||