δωροληπτώ

формы словаβ
δωροληπτώ
брать взятки



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово брать взятки? — δωροληπτώ
как с (ново)греческого переводится слово δωροληπτώ? — брать взятки


δεματικόκολπίσκοςσηροτροφικόςιεροσυλίααψυχοπονεσιάριπαίοςτραύμασμυριδωρυχείοπροειδοποιούμαιοργανικισμόςπλακόστρωτοςαθυροστομίαάρρηκτοςεπιφανειακόςμπαλσάμωμαελεφαντίδιονσεληνάκατοςφανέρωμανετάρισμαστραβούλιακαςφωτοδιηθητήρας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit