|
(-έως) ο лом; рычаг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лом? — οχλεύς как на (ново)греческом будет слово рычаг? — οχλεύς как с (ново)греческого переводится слово οχλεύς? — лом, рычаг — νοτισμός — υποκατάστημα — μονομηνιάτικος — θεόμορφος — καύσιμος — ασήκης — τερματικός — εξιδρωτικός — σαποονόφουσκα — σχίζω — λοιδοριά — έκπτωτος — φασαρίας — αξιόποινος — αποκάτου — άξια — αείμνηστος — ψευδόστομα — κουτομόγιας — αρλουμπιτζής — ταντάλιο |
|||