|
η завоевание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завоевание? — κατάκτηση как с (ново)греческого переводится слово κατάκτηση? — завоевание — καπνοθήκη — φράγουλα — διφορώ — Νάρκισσος — βούβα — πρεσβυτέρα — στραγγαλιστής — αψείριστος — βαμβακοπαραγωγός — σπασμένος — καπνοπαραγωγή — επτάχρους — κορεσμός — επιπλωμένος — αριστερόχερος — δούμα — ιστιοφόρος — πτωχικόν — περίοικος — διπλωτής — επιθεωρησιογράφος |
|||