|
ο хим. термит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово термит? — θερμίτης как с (ново)греческого переводится слово θερμίτης? — термит — ενώπιος — λυκοτσάκολο — Ρουμανίδα — λειβάδι — αντιπλημμυρικός — φωνομετρία — λεμβούργός — πιένα — κλύφι — μαγκλαράς — οικογενές — κοντράλτο — ώσπερ — ανορθώνω — αζηλότυπος — διαψύχω — προσωπικός — διάβρεξις — αναλλοίωτος — δημοκοπία — αποσκελετώνω |
|||