Новогреческий словарь
παύλα
παύλα
η
тире
;
===
βάζω τελεία καί ~ — положить конец (чему-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тире
? —
παύλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
παύλα
? — тире
#
(ново)греческий словарь
—
στιλβωτήριο
—
μπλόγκι
—
αλογοπάζαρο
—
μπουρέκι
—
πρωτοκολλημένος
—
προσυπογραφή
—
άστοργος
—
ζίζυφος
—
ραμαζάνι
—
παρελκόμενο
—
ιθύφαλλος
—
ξεπηδάω
—
πολυκήριον
—
αυτοδιαψεύδομαι
—
μπάσο
—
αναπαλαιώνω
—
άρνειος
—
κατηγορηματικότητα
—
καραμπινάτα
—
συστέλλομαι
—
όσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве