Новогреческий словарь
αμαρτία
αμαρτία
η
грех
;
είναι ~ — грешно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грех
? —
αμαρτία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμαρτία
? — грех
#
(ново)греческий словарь
—
οφθαλμικός
—
πλίνθος
—
εξόν
—
μακροβένθος
—
τσίτ
—
κοχλιοτομευς
—
ξυλοφάγος
—
προγονισμός
—
συρροή
—
απαραμόρφωτος
—
ανθελονοσιακά
—
υποστύλωμα
—
υπερωκεάνιο
—
ηλιοφάνεια
—
κενοτάφιο
—
αναπνευστικός
—
ψευδοεπιστημονικός
—
χάλιξ
—
εύπλοια
—
αλαφρόγιομος
—
μηχανοκίνητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве