|
η грех; είναι ~ — грешно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грех? — αμαρτία как с (ново)греческого переводится слово αμαρτία? — грех — τσάγαλο — ολύμπιος — αλίμονο — εκβαρβαρώνω — αεροπρόσκοπος — διαξύω — φλέβα — δυσθεάτος — μετατρεψιμότητα — ζουμπούλι — άνεση — εκχύμωση — ευχυμία — ρυζόσουπα — ταμάχι — τραγωδία — άβαπτος — αποψύχω — διαιρετότητα — απαράδεκτο — αμφιόνι |
|||