|
η узкий проход; ущелье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узкий проход? — κλεισώρεια как на (ново)греческом будет слово ущелье? — κλεισώρεια как с (ново)греческого переводится слово κλεισώρεια? — узкий проход, ущелье — έγνων — κρησάρα — εξυφαίνω — δεύτερος — ντελής — ηγεμονία — ροδοκόκκινος — εμφυσητήρας — απόφθεγμα — ιχνογραφνκή — παπάρα — ολμοστάσιο — γροσουλαρία — τελετουργία — χάβω — λιμενίζω — διακοσάρα — υδατοφράχτης — αχερόπλεχτος — κοιμίζω — στραγαλατζίδικο |
|||