Новогреческий словарь
κλεισώρεια
κλεισώρεια
η
узкий проход; ущелье
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
узкий проход
? —
κλεισώρεια
как на
(ново)греческом
будет слово
ущелье
? —
κλεισώρεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλεισώρεια
? — узкий проход, ущелье
#
(ново)греческий словарь
—
συγκεκινημένος
—
επιστεγάζω
—
τόγα
—
γωνία
—
περισφίγγω
—
αφανίζω
—
υπερφόρτωση
—
αναπόληση
—
διωρυγόκλειθρον
—
ακένωτος
—
τσινάω
—
φυλάκιση
—
θαλασσόβιος
—
ρομαντικός
—
ξερόβηχας
—
εσείς
—
διαβολοσκόρπισμα
—
αμαυρότης
—
σκευοφύλακας
—
μουσακάς
—
ναυτολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве