|
неограбленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неограбленный? — αλήστευτος как с (ново)греческого переводится слово αλήστευτος? — неограбленный — ασθένεια — πουπουλάκι — δεντρωμένος — λησμονιέμαι — καταπληγώνω — ημιαυτόματος — συσκευασία — εσώφυλλο — αγγειοπλαστικός — τιμάριθμος — ακονητής — κουζινάκι — συμμαζεύομαι — ολόμπροστα — λαχανιαστός — μπαμπαδάκι — υφίσταμαι — επίθετο — μοδιστράκι — διέζευξα — νευρόσπασμα |
|||