|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγγελτήριος? — — αναγεννητικός — προσκαλνώ — μαραίνομαι — σύαγρος — εξανδραποδίζω — αρχειακός — ιμπεριαλιστής — αστικοποίηση — φτώχεια — αγκίστρι — μισθοδότης — αίγειρος — λουτρικό — φτάσιμο — κλαίγω — άγω — πλάι — ανασβολιάζω — λαγόχειλο — αβουτύριαστος — περιπόδιο |
|||