|
(-όνος) ο, η знаток драгоценных камней #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знаток драгоценных камней? — λιθογνώμων как с (ново)греческого переводится слово λιθογνώμων? — знаток драгоценных камней — βρυοσκεπής — αναπομπή — κοιτωνίτης — κουτριά — αποκατασταλάζω — τυλιγμένος — απόθεση — πλιατσικολογία — δίξιφος — νάνι — κατοικοεδρεύω — ανθρωποπλημμύρα — γυαλάδα — αξήλωτος — λαβυρινθώδης — αγκιστρώνω — ισονέφελος — υπογλυκαιμία — μπούρδα — λεμόνι — αγαργάλιστος |
|||