|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ερευνημένος? — — εισκόμιση — τονούμενος — αρχαιολάτρισσα — ηλιοψημένος — οπτασιάζομαι — σφραγισμένος — διαγωνισμός — υπόκοσμος — ευθύδρομος — ασυντρόφευτος — ακροβολισμένος — ανημπορώ — πλάγιασμα — ωδίνω — νερουλιασμένος — δικόρφος — δηλοποίηση — κτένι — μουνάρα — εχέγγοον — χρονομέτρης |
|||