Новогреческий словарь
ερημούμαι
ερημούμαι
(αόρ. ερημώθην)
рабить, разграбить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рабить
? —
ερημούμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
разграбить
? —
ερημούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ερημούμαι
? — рабить, разграбить
#
(ново)греческий словарь
—
ευθύνομαι
—
εξωστήρας
—
εκμεταλλεύτρια
—
κρεμνίζω
—
αλεποπούρδι
—
αζούπιστος
—
επίρρωση
—
αποκαρδιωμένος
—
κάκητα
—
αποδυναμωτικά
—
δακτύλιος
—
ισχιάς
—
γλαυκόφθαλμος
—
μεγαλοποίηση
—
σειρούλα
—
βερίκουκκο
—
εξαντλημένος
—
φράχτη
—
ειρηνιστής
—
αλυτρωτισμός
—
ανεπισκεύαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве