|
το 1) грош; 2) мн.ч. деньги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грош? — γρόσι как на (ново)греческом будет слово деньги? — γρόσι как с (ново)греческого переводится слово γρόσι? — грош, деньги — ξεκούρασμα — απαρενόχλητος — αγιολούλουδο — ραπτεργάτης — κολοκοτρώνης — φαινασετίνη — βουρδουλακιάζω — ιππωνεία — καλλι- — αναπάρνητος — εγκαιροφλεγής — αιμόχροος — συνδαιτυμόνας — φρενιτιώδης — ξυλοκοπανίζω — κουταλιανός — κοκέτικος — μαχαιροπίρουνο — φράκτης — πολεοδομώ — χιονοστέφανο |
|||