Новогреческий словарь




σκύλινος

σκύλιν|ος
собачий;

===
          με ~ινη όρεξη — с волчьим аппетитом;
          χίλιες οκάδες βούτυρο σε ~ινο τομάρι — погов. [phrase]из грязи, да в князи[/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово собачий? — σκύλινος
как с (ново)греческого переводится слово σκύλινος? — собачий


#(ново)греческий словарьεπιστήριξησφήνωμααποστάθμισησυγχρονισμόςμεταρρύθμισηπροδότηςμάντιλοαεροκατάποσιςπεριδένωσυμπώχρωματοπώλιςξέστεροςταβανόσκουπαπροθήκηυπερπροστατευτικότηταδάρθηκαβαρύηχοςευγενέστεροςεπασχολώεφοπλιστικόςαλλαξοκαιριά


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω