|
ο штукатур, маляр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штукатур? — ασπριστής как на (ново)греческом будет слово маляр? — ασπριστής как с (ново)греческого переводится слово ασπριστής? — штукатур, маляр — απομεινάρι — εξερεθίζω — καλοκαιρεύω — αξεδιάλυτος — ψηφοθήρας — γεφυρωμένος — αποκοπή — μισοπαρανομία — γρουσουζάνθρωπος — παστεριώνω — μουλλώχνω — θήρευμα — νοιάζομαι — στρατονομία — σχετίζομαι — βαφτιστικό — αργεντίνικος — πρωρατικά — μπόλια — ομοιοπολικός — αυτοδημιούργημα |
|||