|
η 1) хозяйка, госпожа; 2) дама #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хозяйка? — δέσποινα как на (ново)греческом будет слово госпожа? — δέσποινα как на (ново)греческом будет слово дама? — δέσποινα как с (ново)греческого переводится слово δέσποινα? — хозяйка, госпожа, дама — σύδειπνος — πνευματίστρια — στρατηλάτης — θυμητάρι — ασυναφής — συντυγχάνω — χαλκοτυπία — γιουγκοσλάβικος — νηματουργός — περιβρέχω — πλαισιωτός — τεντώνομαι — λαιμοδέτης — σταχτύς — στρωμίδι — δωροδοκία — πολυανδρία — ιατροδικαστίνα — αρχαϊστί — εκατοντούτης — αλωνισμός |
|||