|
упрямый, упорный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрямый? — ισχυρογνώμων как на (ново)греческом будет слово упорный? — ισχυρογνώμων как с (ново)греческого переводится слово ισχυρογνώμων? — упрямый, упорный — διαστημάνθρωπος — κεκλεισμένους — σακχαρουρία — ωρολογοποιείο — ψευδοκράτος — εκλεπτύνω — γιαουρτοπόλεμος — δεκατιστής — αναλυγκιάζω — γκρέμιος — εβραία — πηγάδι — αλεσφερίσι — Αυστρία — ανευλάβειο — ασταφίδωτος — διαμελίζω — λασπόνερο — συμβολικός — τριανταένα — βιομηχανοποιώ |
|||