|
(αόρ. απωλίσθησα) 1) скользить; 2) ускользать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скользить? — απολισθαίνω как на (ново)греческом будет слово ускользать? — απολισθαίνω как с (ново)греческого переводится слово απολισθαίνω? — скользить, ускользать — μασχαλιαίος — δαχτυλογραφία — λειαίνω — δίπλα — καυτερός — χρυσοπόρφυρος — πενηντάρι — ατιμαστικός — ποδηλατικός — ανταλλασσόμενος — ενανθράκωσις — τεκνογονία — ημιπληγία — απειρόμορφος — παραλυτικός — ωρολογοποιία — αμλέτιος — ψιχάλα — διάμετρος — αθεϊστικός — αναντίλεκτος |
|||