απολισθαίνω

формы словаβ
απολισθαίνω
(αόρ. απωλίσθησα) 1) скользить;
2) ускользать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово скользить? — απολισθαίνω
как на (ново)греческом будет слово ускользать? — απολισθαίνω
как с (ново)греческого переводится слово απολισθαίνω? — скользить, ускользать


μασχαλιαίοςδαχτυλογραφίαλειαίνωδίπλακαυτερόςχρυσοπόρφυροςπενηντάριατιμαστικόςποδηλατικόςανταλλασσόμενοςενανθράκωσιςτεκνογονίαημιπληγίααπειρόμορφοςπαραλυτικόςωρολογοποιίααμλέτιοςψιχάλαδιάμετροςαθεϊστικόςαναντίλεκτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit