|
η освящение (храма ); === έγκλημα ~ώσεως — предательство, государственная измена; тяжкое преступление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово освящение? — καθοσίωση как с (ново)греческого переводится слово καθοσίωση? — освящение — φάρος — ερίφισσα — ξεσκουφώνομαι — αλλοτριότητα — δαγκαματιά — φωτογράφημα — ούρηση — ελαφήσιος — φατρία — σπασμωδικότητα — αντιγραφικός — μονοχρωμία — υπογράφομαι — επαμείβομαι — μεσιτικός — άνθρωπος — ξαδέρφη — ωσμογράφος — υπεξουσιότητα — κακοφαίνετοι — δερνοκοπιέμαι |
|||