καθοσίωση

формы словаβ
καθοσίωση
η освящение (храма );

===
          έγκλημα ~ώσεως — предательство, государственная измена; тяжкое преступление



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово освящение? — καθοσίωση
как с (ново)греческого переводится слово καθοσίωση? — освящение


φάροςερίφισσαξεσκουφώνομαιαλλοτριότηταδαγκαματιάφωτογράφημαούρησηελαφήσιοςφατρίασπασμωδικότητααντιγραφικόςμονοχρωμίαυπογράφομαιεπαμείβομαιμεσιτικόςάνθρωποςξαδέρφηωσμογράφοςυπεξουσιότητακακοφαίνετοιδερνοκοπιέμαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit