|
прям., перен. бездонный; ~ο βάθος — бездонная пропасть, бездна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бездонный? — απύθμενος как с (ново)греческого переводится слово απύθμενος? — бездонный — συντέμνω — κορδελλάς — ευθανασία — Αυστριακή — ξάρμισμα — επίφραξη — ασματοποιός — καλαθοποιός — πεντάγωνος — καρυδότσουφλο — θεόρατος — δημόσια — ἥττων — Μάρτης — αγεροκρέμαστος — μύξα — προστάτης — αποφεύγω — ολιγόστιχος — εξιστορώ — κατακράτηση |
|||