|
делать винтовую нарезку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать винтовую нарезку? — ελικοτομώ как с (ново)греческого переводится слово ελικοτομώ? — делать винтовую нарезку — ανυπόχρεως — σπαζοκέφης — νυχτοκόρακας — ενδοτικός — κουκουνάρα — επιβοήθηση — ενάγων — μοργανίτης — αξιοτίμητος — τυπολάτρισσα — ιδρυματικός — απόκρουση — σκαπουλάρω — γάιδαρος — καπετάνιος — πεντάδιπλος — ανεπιδίκαστος — τμηματικός — ανεγγιξιά — μετάπλαση — δυϊστικός |
|||