|
το лай; тявканье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лай? — αλύχτημα как на (ново)греческом будет слово тявканье? — αλύχτημα как с (ново)греческого переводится слово αλύχτημα? — лай, тявканье — ουδαμώς — θαλασσογράφος — αμφίκρημνος — ελευθέριος — κορακόβηχας — οψές — απογραφή — προσχεδίασμα — κανναβούρι — χρηματοδότηση — εθνών — κιτρινάδα — αφρόψαρα — παραμυθατζού — φώνασμα — διακεκαυμένος — βουλησιαρχία — υπερπαραγωγή — μετάπτωση — μπεκιάρισσα — επιδικάζω |
|||