|
домашний, приручённый; ~α ζώα — домашние животные #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово домашний? — κατοικίδιος как на (ново)греческом будет слово приручённый? — κατοικίδιος как с (ново)греческого переводится слово κατοικίδιος? — домашний, приручённый — αγκύλωση — υποπολλαπλάσιος — επίκαιρος — ανάρμεχτος — αγκαθάρα — γλισχρεύομαι — μετρονομικός — αγωνοθεσία — μυδόσουπα — εφαρμοστέος — ωμοφόριο — χολόρροια — παρακαλεστός — ανασκολοπισμός — άδροσος — ευστόμαχος — αμυλόκοκκοι — ωριμότητα — ονειροπλασμένος — εξοντωτικός — κατσαρώνω |
|||