|
(-όντος) τό : κατά τό ~ — по мере возможности; θά φάγωμεν εκ τών ~των — [phrase]поедим то(__,__) что есть[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενόν? — — ζώση — πεθερός — απαξίωση — γαγγραινώδης — ψαρού — αψύλλιστος — ηνωμένος — σιγαλά — διαπυνθάνομαι — εδραίωμα — δαιμονοπάθεια — κύμνο — γαμψότητα — αστάθμιστος — αναπόδιση — μπεγέντισμα — κυπαρισσόμηλο — απολέπισμα — σακχαρώδης — κατέρχομαι — φιλεύσπλαγχνος |
|||