Новогреческий словарь
ενόν
ενόν
(-όντος) τό :
κατά τό ~ — по мере возможности
;
θά φάγωμεν εκ τών ~των — [phrase]поедим то(__,__) что есть[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενόν
? —
#
(ново)греческий словарь
—
οκτάχρονος
—
ξυλογραφικός
—
μνημοτεχνική
—
μισοχείμωνο
—
μπολσεβίκος
—
μπινιάρικο
—
ξάφρισμα
—
ξέσκουρα
—
όραμα
—
πολικότητα
—
βαγαπόντικος
—
πεντάγωνο
—
καμηλοπάρδαλη
—
πολυβόλο
—
συσσωρευτικός
—
γουνάκι
—
διασπώ
—
οργώ
—
ψωμότυρο
—
απόγκρεμος
—
φοραίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве