|
το 1) слюна; 2) плот; паром; === τρέχουν τά ~α του — [phrase]у него слюнки текут[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слюна? — σάλιο как на (ново)греческом будет слово плот? — σάλιο как на (ново)греческом будет слово паром? — σάλιο как с (ново)греческого переводится слово σάλιο? — слюна, плот, паром — γραφογνωστική — αδειασμένος — ολονυκτίς — φροντιστής — καρμανιόλα — μολόχορτο — ζωολάτρις — ελικοπτεροφόρος — εδώθενες — παρώρεια — λιθοκόλληση — καθίκι — οφιοφάγος — χιλιάρικο — απολαβή — πριγκιπόπουλο — εωθινός — βωλογύρισμα — εκκαθίζω — καπνέμπορος — αριστερίστρια |
|||