|
το уст. рваньё, отрепье; === ~ τής κοινωνίας — отребье, подонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рваньё? — περίτριμμα как на (ново)греческом будет слово отрепье? — περίτριμμα как с (ново)греческого переводится слово περίτριμμα? — рваньё, отрепье — αναγκασμός — απέθανα — κυκλαμιά — αερόλιθος — εναντιολογώ — συμβιβάσιμος — ψαρευτική — μαστοφόρος — αντρομίδα — υποκλίνομαι — αναγάλλιασμα — αποβλακωμένος — ψυχολογιαρχία — κρέμομαι — ξεσβέρκιασμα — πατσαβούρα — ηλοπάτημα — αθεμέλιωτος — ταριχεύομαι — διαφημιστικό — χάρτινος |
|||