|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασκήτρια? — — οπλοποιός — ηχοβολώ — βαρελοσάνιδο — ακυβερνησία — ασπρόχωμα — τορνεύω — αφορώ — καπνοσύριγξ — Γύφτος — εκγυμνάζω — Κρυσταλλία — ζωοκλέπτης — απράγμων — εξαιτίας — θεράπαινα — αντικόβω — ιδικός — ταμπούρλο — ληθαργία — καπνεργάτισσα — καλομεταχείριση |
|||