|
труженица #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δουλευταρού? — — ύγρανση — εδωχάμου — βεζιράτο — διουρητικός — εξαρχία — πολεοδομώ — αναθεμελίωση — ματάκιας — απορροφώ — αντικλείδι — σαυρίδα — σπιθοβολή — γοργοσβησμένος — αιμάτωση — διαξύω — χοιρόχορτο — ανθρωπίλα — τρεμουλιάζω — ομοθυμία — διαιρετό — γυαλιστερός |
|||