|
τα вакханалия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вакханалия? — βακχανάλια как с (ново)греческого переводится слово βακχανάλια? — вакханалия — διανοίγω — καύση — επίκυρτος — εκσκαφή — απαλλαγμένος — οντουλάρω — πρωτοφανήσιος — τοπομαχία — ταίζω — δουλευτής — άπαυτος — εμπόδιο — βελονάκι — τότες — υστεροσκόπηση — νοσήλια — τουλούπα — διμήνι — κασεράκι — σαλεπιτζίδικο — αρχαϊστής |
|||