|
η взвешивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взвешивание? — ζύγιση как с (ново)греческого переводится слово ζύγιση? — взвешивание — υδρατμός — κήλων — καλαντίστρια — αζύγωτος — φαρμακόγλωσσα — σκαλίτσα — στέφος — καλαθόσφαιρα — αφήνω — όμφαξ — Ρουμανίδα — γκαρσόν — ακαβούρδιστος — τριτόκλιτος — ορχεκτομία — γλυκοκελαηδούσσα — λιανοκάμωτος — εύθετος — χόκεϋ — μεσοχωρίτισσα — αμετάλλακτος |
|||