|
хватать, быть достаточным #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хватать? — δικάω как на (ново)греческом будет слово быть достаточным? — δικάω как с (ново)греческого переводится слово δικάω? — хватать, быть достаточным — οφθαλμιατρείο — καυλιάρης — ζουμπουλάκι — άφτιαγος — μονάφτης — γοφάρι — μεφιτικός — εξονυχισμός — επισκοτώ — ανελεημοσύνη — αντιπολιτειακός — μαυροθαλασσίτης — τουρκόσπερμα — γιαούρτι — κατισχύω — λούσιμο — παράκληση — αστέρας — πλειοψηφία — προκληροδοτώ — Γιούλης |
|||